- διαβιβρωσκω
- διαβιβρώσκωδια-βιβρώσκω1) разъедать
(πάντῃ διαβεβρῶσθαι Plat.; γαγγραίναις διαβρωθείς Plut.)
2) перегрызать(τοῖς ὀδοῦσι τοὺς δεσμούς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πάντῃ διαβεβρῶσθαι Plat.; γαγγραίναις διαβρωθείς Plut.)
(τοῖς ὀδοῦσι τοὺς δεσμούς Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διαβιβρώσκω — (AM διαβιβρώσκω) φθείρω κάτι τελείως σιγά σιγά νεοελλ. κατατρώγω … Dictionary of Greek
διαβεβρωμένα — διαβιβρώσκω eat up perf part mp neut nom/voc/acc pl διαβεβρωμένᾱ , διαβιβρώσκω eat up perf part mp fem nom/voc/acc dual διαβεβρωμένᾱ , διαβιβρώσκω eat up perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβρωμένον — διαβιβρώσκω eat up perf part mp masc acc sg διαβιβρώσκω eat up perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβεβρῶσθαι — διαβιβρώσκω eat up perf inf mp διαβιβρώσκω eat up perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβρωσκομένων — διαβιβρώσκω eat up pres part mp fem gen pl διαβιβρώσκω eat up pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβρωσκόντων — διαβιβρώσκω eat up pres part act masc/neut gen pl διαβιβρώσκω eat up pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβρῶσκον — διαβιβρώσκω eat up pres part act masc voc sg διαβιβρώσκω eat up pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβρώσκει — διαβιβρώσκω eat up pres ind mp 2nd sg διαβιβρώσκω eat up pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβρώσκοντα — διαβιβρώσκω eat up pres part act neut nom/voc/acc pl διαβιβρώσκω eat up pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβρώσκοντι — διαβιβρώσκω eat up pres part act masc/neut dat sg διαβιβρώσκω eat up pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβιβρώσκουσι — διαβιβρώσκω eat up pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαβιβρώσκω eat up pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)